Τι σημαίνει το de que στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης de que στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του de que στο πορτογαλικά.

Η λέξη de que στο πορτογαλικά σημαίνει -, τι, απ' όπου, ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πως, γιατί;, απ'όσο θυμάμαι, με τον οποίο, πόσο μεγάλο;, με ποιο τρόπο, πως, μην τυχόν, με βάση το ότι, φημολογείται ότι θα κάνω κτ, δεν κάνει τίποτα, Παρακαλώ, έχω ότι εντύπωση ότι/πως, πού περίπου, σε περίπτωση που, παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι, αυτό που δε μου αρέσει, εγγυώμαι, βασίζω κτ σε κτ, στηρίζω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης de que

-

locução conjuntiva (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Não há dúvidas de que ele é a melhor pessoa no time.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι ο καλύτερος άνθρωπος στην ομάδα.

τι

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qual é a marca do seu carro? De que cor é?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου;

απ' όπου

(literário, arcaico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πως

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γιατί;

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

απ'όσο θυμάμαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta foi a pior tempestade de neve de que se tem lembrança.
Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα.

με τον οποίο

(arcaico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πόσο μεγάλο;

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πόσο μεγάλη μερίδα θέλεις από αυτό το σοκολατένιο κέικ; Πόσο μεγάλο είναι το κρουαζιερόπλοιο;

με ποιο τρόπο, πως

advérbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μην τυχόν

locução conjuntiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu não falei nada com medo de que eles vissem minha raiva.
Δεν είπα τίποτα μην τυχόν και δουν τον θυμό μου.

με βάση το ότι

expressão (porque)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φημολογείται ότι θα κάνω κτ

expressão

δεν κάνει τίποτα

expressão (de nada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Muito obrigado por toda sua ajuda." "Não tem de quê! Não foi nada."
«Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου.» «Δεν κάνει τίποτα! Δεν μου ήταν κόπος.»

Παρακαλώ

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quando alguém agradece, a resposta correta é dizer "de nada".
Όταν κάποιος σου λέει ευχαριστώ, η σωστή απάντηση είναι να πεις «παρακαλώ».

έχω ότι εντύπωση ότι/πως

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πού περίπου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por onde você disse que estava morando?
Σε ποια περιοχή είπαμε ότι έμενες;

σε περίπτωση που

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Para que não esqueçam seu nome, nós erguemos este monumento para o falecido almirante.
Για να μην ξεχάσει κανείς το όνομά του, φτιάξαμε αυτό το μνημείο για τον αποθανόντα ναύαρχο.

παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι

(formal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Muito embora um diploma de artes liberais dificilmente proporcionaria a ele um trabalho que pagasse bem, Tomás decidiu que estudar um curso pelo qual era apaixonado era mais importante que dinheiro.
Παρά το γεγονός ότι ένα πτυχίο στις θεωρητικές επιστήμες ήταν απίθανο να του αποφέρει μια υψηλά αμειβόμενη εργασία, ο Τομ αποφάσισε πως το να σπουδάσει κάτι με το οποίο ήταν παθιασμένος ήταν πιο σημαντικό από τα χρήματα.

αυτό που δε μου αρέσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A única coisa de que eu não gosto na casa é a falta de espaço para guardar coisas na cozinha.
Το μόνο αρνητικό σε αυτό το σπίτι είναι η έλλειψη αποθηκευτικών χώρων στην κουζίνα.

εγγυώμαι

expressão verbal (σε κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βασίζω κτ σε κτ, στηρίζω κτ σε κτ

expressão verbal

Katherine está baseando sua projeção em taxas que permanecem em seu valor atual.
Η Κάθριν στηρίζει τις προβλέψεις της στην παραμονή των επιτοκίων στο ίδιο επίπεδο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του de que στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του de que

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.